- προικίδιος
- προικ-ίδιος, α, ον,A forming a dowry,
κλῆροι Ph.2.291
; θεράπαιναι ib.443.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλῆροι Ph.2.291
; θεράπαιναι ib.443.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προικίδιος — ία, ον, Α προικώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + επίθημα ίδιος (πρβλ. νυμφ ίδιος)] … Dictionary of Greek
προικιδίους — προικίδιος forming a dowry masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίδιαι — προικίδιος forming a dowry fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικιδίοις — προικίδιον neut dat pl προικίδιος forming a dowry masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)